συρραπτικός

συρραπτικός
-ή, -ό, Ν [συρράπτω]
1. αυτός που χρησιμεύει για συρραφή
2. το ουδ. ως ουσ. το συρραπτικό
ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται συρραφή φύλλων χαρτιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”